- διαλείμματος
- διάλειμμαintersticeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιχανοειδής — λιχανοειδής, ές (Α) [λιχανός] φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» το σημείο τής λύρας ή τής κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός*. ο δείκτης τού χεριού β) «λιχανοειδής φθόγγος» ο υψηλότερος φθόγγος τού πυκνού, δηλ. τού μικρού διαλείμματος στη μουσική … Dictionary of Greek
επιμελητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φροντίζει για κάτι, που εποπτεύει. 2. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που έχει ως έργο την εποπτεία (επιτήρηση) έργου: Επιμελητής των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης. 3. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής σχολής (ιδίως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)